- συνομήθης
- -όμηθες, Α(ποιητ. τ.) συνήθης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὁμήθης«συνήθης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνομήθεις — συνομήθης masc/fem acc pl συνομήθης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek